υδραργυρούχος

υδραργυρούχος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που περιέχει υδράργυρο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υδραργυρούχα
φαρμακευτικά σκευάσματα από υδράργυρο ή από άλατα υδραργύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδράργυρος + -ούχος* (< έχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υδραργυρούχος — α, ο 1. που περιέχει υδράργυρο. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., υδραργυρούχα φάρμακα ή σκευασίες από υδράργυρο και τα άλατά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”